- ἀλληλοφθονία
- ἀλληλο-φθονία, ἡ,A mutual envy, D.11.4.26.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αλληλοφθονία — η (Α ἀλληλοφθονία) το να φθονεί ο ένας τον άλλον, ο αμοιβαίος φθόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀλληλόφθονος < ἀλληλο * + φθόνος] … Dictionary of Greek